- διαλογίζεται
- διαλογίζομαιbalance accountspres ind mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accountspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)